διαλυτικόν

διαλυτικόν
διαλυτικός
able to sever
masc acc sg
διαλυτικός
able to sever
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σάκταρον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τοῡτο ἐμφερές ἐστι κόμμει, γεννώμενα ἐν τῇ Ἰνδικῇ, διαλυτικόν» …   Dictionary of Greek

  • συγκροτητικός — ή, όν, Α [συγκροτῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκρότηση 2. κατάλληλος για συνένωση, για σύνδεση, συνθετικός («ὥσπερ ἡ ἔρις διαλυτικόν, οὕτως ἡ συμφωνία συγκροτητικόν», Ιωάνν. Χρυσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”